- βροτούμαι
- βροτοῡμαι (-όομαι) (AM)(για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαιαρχ.λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός* με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος* με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»].
Dictionary of Greek. 2013.